- όπτιμουμ
- τοάκλ.1. το βέλτιστο, το άριστο2. φρ. «όπτιμουμ σημείο»(οικον.) το σημείο ισορροπίας τής οικονομίας το οποίο θεωρείται άριστο για τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ευημερία, αλλ. βέλτιστο σημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. optimum «βέλτιστο, άριστο», ουδ. τού optimus, υπερθ. τού επιθ. bonus «καλός»].
Dictionary of Greek. 2013.